Щебетать στα ελληνικά

Μετάφραση: щебетать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίζω, κακαρίζω, τερετίζω, τιτιβίζω, φλυαρώ, έξαψη, κελάδημα, Twitter, πειραχτήρι, το Twitter
Щебетать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • валовой στα ελληνικά - πρόστυχος, ακαθάριστος, αισχρός, χοντρός, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ...
  • глазник στα ελληνικά - οφθαλμίατρος, οφθαλμίατρο, oculist, οφθαλμολόγος
  • голубиный στα ελληνικά - περιστέρι, περιστεριών, περιστερώνα, περιστεριού, περιστεριώνες
  • жаропонижающее στα ελληνικά - πυρετικός, αντιπυρετική, πυρετική, αντιπυρετικά, αντιπυρετικές
Τυχαίες λέξεις
Щебетать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίζω, κακαρίζω, τερετίζω, τιτιβίζω, φλυαρώ, έξαψη, κελάδημα, Twitter, πειραχτήρι, το Twitter