Щуплый στα ελληνικά
Μετάφραση: щуплый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίσχυρος, αδύναμος, ασήμαντος, ισχνός, αδύνατος, μικροκαμωμένος, puny, τον μικρό, μικροσκοπικοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безлюдный στα ελληνικά - ακατοίκητος, μόνος, έρημη, ερημική, εγκαταλελειμμένο, ερημικές, ερειπωμένο
- велосипедист στα ελληνικά - ποδηλάτης, ποδηλάτη, του ποδηλάτη, ποδηλάτες, ποδηλατών
- выражение στα ελληνικά - ρήση, έκφραση, διατυπώνω, τρίμηνο, θωριά, γνωμικό, παροιμία, ...
- завариться στα ελληνικά - έχε, έχω, ετοιμάζω, βρασμού, ρόφημα, μπύρα, παρασκευάζει
Τυχαίες λέξεις
Щуплый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίσχυρος, αδύναμος, ασήμαντος, ισχνός, αδύνατος, μικροκαμωμένος, puny, τον μικρό, μικροσκοπικοί
Μεταφράσεις: ανίσχυρος, αδύναμος, ασήμαντος, ισχνός, αδύνατος, μικροκαμωμένος, puny, τον μικρό, μικροσκοπικοί