Λέξη: αυτό
Σχετικές λέξεις: αυτό
αυτό συμβαίνει άν ρίξεις γάλα μέσα σε κόκα κόλα, αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα, αυτό που θέλουν οι γυναίκες, αυτό το πλοίο που όλο φτάνει, αυτό το καλοκαίρι, αυτό το βίντεο δεν είναι διαθέσιμο στη χώρα σας, αυτό το αστέρι είναι για όλους μας λειβαδίτης, αυτό το κάτι άλλο, αυτό είναι το πιο κοφτερό σπαθί στον κόσμο, το αυτό, τι είναι αυτό
Συνώνυμα: αυτό
το, ούτος, τούτος
Μεταφράσεις: αυτό
αυτό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
this, it, that, what, is
αυτό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ello, ella, él, esto, este, esta, presente, de este
αυτό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dies, es, dieser, diese, dieses, klo, das
αυτό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
la, cet, ce, celui-ci, ça, cela, le, lequel, l', celui, celle-ci, il, ceci, cette, présent, présente
αυτό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ciò, codesto, il, essa, questo, lo, questa, presente, tale, la
αυτό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
este, a, esta, ela, o, trinta, isto, istambul, lhe, ele, isso, estou, presente, esse
αυτό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dit, het, dat, die, 't, deze, de
αυτό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
данный, нынешний, это, Этот, этого, эта, этом
αυτό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
det, den, disse, dette, denne, du dette, av dette
αυτό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
detta, denna, här, den här, det här
αυτό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tästä, sitä, tätä, tämä, se, tällä, tämän, tässä
αυτό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
det, denne, den, dette, nærværende
αυτό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ten, to, tento, ono, toto, tato, tuto
αυτό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tęgo, to, ten, tego, ta, tym
αυτό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
azt, neki, hunyó, annak, ezt, ez, ezt a, ennek, ez a
αυτό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
o, bu, onu
αυτό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перешийки, цей, оцей, це, ця
αυτό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ky, ai, kjo, këtë, kësaj, këtij
αυτό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ето, това, този, тази, настоящия, настоящата
αυτό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гэта, гэты, гэтае
αυτό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
see, käesoleva, selle, seda, selles
αυτό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
taj, tu, ova, ovaj, to, tom, ono, ovo, ovu
αυτό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þessi, það, þetta, þessu, þessa, þessari
αυτό στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
hoc, hic
αυτό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tai, šis, šį, ši, šio
αυτό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šis, šī, šo, tas, šajā
αυτό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ова, овој, оваа, тоа, на овој
αυτό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aceasta, acest, această, acestui, prezentul
αυτό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ta, to, ten, této, tem, tega, te
αυτό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
toto, tomu, ono, ta, tento, ten, to
Στατιστικά δημοτικότητας: αυτό
Τυχαίες λέξεις