Экскаватор στα ελληνικά
Μετάφραση: экскаватор, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκσκαφέας, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέων, ανασκαφέα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аббатиса στα ελληνικά - ηγουμένη, ηγουμένη την, η ηγουμένη, ηγουμένης, Γερόντισσα
- гальванизм στα ελληνικά - γαλβανισμός, γαλβανισμένο, γαλβανισμού, γαλβανισμένη, γαλβανισμό
- гондольер στα ελληνικά - γονδολιέρης, γονδολιέρη, γονδολιέρηδες
- диагноз στα ελληνικά - διάγνωση, διάγνωσης, τη διάγνωση, η διάγνωση
Τυχαίες λέξεις
Экскаватор στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκσκαφέας, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέων, ανασκαφέα
Μεταφράσεις: εκσκαφέας, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέων, ανασκαφέα