Электроснабжение στα ελληνικά
Μετάφραση: электроснабжение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παροχή, προμήθεια, χορήγηση, παρέχω, τροφοδοσίας με ηλεκτρική ενέργεια, παροχή ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσία ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσίας ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσία του ρεύματος
Μεταφράσεις
- антиклерикальный στα ελληνικά - αντικληρικός, αντικληρικό
- водородный στα ελληνικά - υδρογόνο, υδρογόνου, του υδρογόνου, το υδρογόνο, όξινο
- гиканье στα ελληνικά - σκούζω, σκούξιμο, hoots, ακούγεται να κλαίει, ακούγεται να κλαίει η, που ακούγεται να κλαίει
- глуховатый στα ελληνικά - κουφός, κωφός, κωφών, κωφούς, κωφά
Τυχαίες λέξεις
Электроснабжение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παροχή, προμήθεια, χορήγηση, παρέχω, τροφοδοσίας με ηλεκτρική ενέργεια, παροχή ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσία ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσίας ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσία του ρεύματος
Μεταφράσεις: παροχή, προμήθεια, χορήγηση, παρέχω, τροφοδοσίας με ηλεκτρική ενέργεια, παροχή ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσία ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσίας ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσία του ρεύματος