Элемент στα ελληνικά

Μετάφραση: элемент, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είσοδος, συστατικός, καταχώρηση, στοιχείο, παράγοντας, αρχή, στέλεχος, συντελεστής, εξάρτημα, λήμμα, πράγμα, μονάδα, μέλος, κομμάτι, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
Элемент στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благоволение στα ελληνικά - φιλανθρωπία, καλοσύνη, φήμη και πελατεία, πελατεία, υπεραξία, καλής θέλησης, η υπεραξία
  • допуск στα ελληνικά - πρόσβαση, αντοχή, παραδοχή, ανεκτικότητα, στενά, κυκλοφορώ, άδεια, ...
  • жульничество στα ελληνικά - αιφνίδιος, κάλπικος, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, κοφτερός, πλαστογραφία, ...
  • забияка στα ελληνικά - ξεμπλέκω, πειράζω, θρασύδειλος, νταής, φοβερίζει, νταή, παρενοχλούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Элемент στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είσοδος, συστατικός, καταχώρηση, στοιχείο, παράγοντας, αρχή, στέλεχος, συντελεστής, εξάρτημα, λήμμα, πράγμα, μονάδα, μέλος, κομμάτι, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο