Эмаль στα ελληνικά
Μετάφραση: эмаль, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτο, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вилкообразный στα ελληνικά - διχαλωτός, διχαλωτή, διχαλωτό, διακλαδίζονται, διακλαδίζεται
- государство στα ελληνικά - προσγειώνομαι, εξουσία, δύναμη, κοινοπολιτεία, κρατίδιο, εξοχή, επαρχία, ...
- гранатометчик στα ελληνικά - βομβιστής, ρίπτη, ρίπτης, thrower, ρίπτη του τούβλου
- денвер στα ελληνικά - Ντένβερ, denver, του Ντένβερ, το Ντένβερ
Τυχαίες λέξεις
Эмаль στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτο, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των
Μεταφράσεις: αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτο, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των