Энергичный στα ελληνικά

Μετάφραση: энергичный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωτικός, έντονος, οξυδερκής, μυτερός, νεανικός, αιφνίδιος, ενδιαφερόμενος, δραστικός, πικάντικος, επίπονος, ισχυρός, κοφτερός, μένω, ρωμαλέος, ενεργός, ζωντανός, ενεργητικός, ενεργητική, ενεργητικό, ενεργητικά, ενεργειακό
Энергичный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апофегма στα ελληνικά - απόφθεγμα, αποφθέγματα
  • былое στα ελληνικά - περασμένος, παρελθόν, πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
  • вменяемый στα ελληνικά - υπεύθυνος, υπόλογος, αρμόδιος, δωσίλογος, λογικός, υγιής, λογικό, ...
  • грим στα ελληνικά - μακιγιάζ, makeup, το μακιγιάζ, καθρέφτη μακιγιάζ, μακιγιάζ των
Τυχαίες λέξεις
Энергичный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωτικός, έντονος, οξυδερκής, μυτερός, νεανικός, αιφνίδιος, ενδιαφερόμενος, δραστικός, πικάντικος, επίπονος, ισχυρός, κοφτερός, μένω, ρωμαλέος, ενεργός, ζωντανός, ενεργητικός, ενεργητική, ενεργητικό, ενεργητικά, ενεργειακό