Вајарство στα ελληνικά

Μετάφραση: вајарство, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλυπτική, γλυπτό, άγαλμα, Γλυπτικής, τη γλυπτική, Γλυπτά
Вајарство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • валутата στα ελληνικά - κέρμα, νόμισμα, νομίσματος, συναλλάγματος, νομισμάτων, το νόμισμα
  • варење στα ελληνικά - πέψη, χώνεψη, χώνευση, πέψης, την πέψη, πέψεως
  • веб-сајт στα ελληνικά - τόπος, δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, την ιστοσελίδα, δικτυακό τόπο, ιστοσελίδας
  • векот στα ελληνικά - ηλικία, αιώνας, εκατονταετηρίδα, εποχή, αιώνα, Century, αι
Τυχαίες λέξεις
Вајарство στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλυπτική, γλυπτό, άγαλμα, Γλυπτικής, τη γλυπτική, Γλυπτά