Наковалната στα ελληνικά
Μετάφραση: наковалната, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμόνι, άκμονα, άκμονας, άκμονος, αμονιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- мудроста στα ελληνικά - σωφροσύνη, σοφία, σύνεση, Σοφίας, τη Σοφία, Wisdom, φρόνηση
- надреализам στα ελληνικά - σουρεαλισμός, υπερρεαλισμός, Σουρεαλισμό, Σουρεαλισμού, ο Σουρεαλισμός
- население στα ελληνικά - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
- насилството στα ελληνικά - δύναμη, εξαναγκάζω, βία, βίας, της βίας, τη βία, η βία
Τυχαίες λέξεις
Наковалната στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμόνι, άκμονα, άκμονας, άκμονος, αμονιού
Μεταφράσεις: αμόνι, άκμονα, άκμονας, άκμονος, αμονιού