Огледалото στα ελληνικά

Μετάφραση: огледалото, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντικατοπτρίζω, καθρέφτης, καθρέπτης, Mirror, καθρέφτη, Καθρέφτης, Καθρέπτες
Огледалото στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • овцата στα ελληνικά - πρόβατα, πρόβατο, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα, προβάτου
  • оган στα ελληνικά - φωτιά, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
  • океан στα ελληνικά - ωκεανός, ωκεανό, ωκεανών, ωκεανού, των ωκεανών
  • окото στα ελληνικά - οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Τυχαίες λέξεις
Огледалото στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντικατοπτρίζω, καθρέφτης, καθρέπτης, Mirror, καθρέφτη, Καθρέφτης, Καθρέπτες