Оревот στα ελληνικά
Μετάφραση: оревот, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρύδι, καρυδιά, ξύλο καρυδιάς, καρυδιάς, καρυδιές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- орање στα ελληνικά - πορτοκάλι, όργωμα, το όργωμα, οργώματος, άροση, άροσης
- оргазам στα ελληνικά - αποκορύφωμα, οργασμός, οργασμό, οργασμού, τον οργασμό, του οργασμού
- орегон στα ελληνικά - ή, Όρεγκον, oregon, ρίγανη, του Όρεγκον, το Όρεγκον
- ориз στα ελληνικά - ρύζι, ρυζιού, το ρύζι, του ρυζιού, όρυζας
Τυχαίες λέξεις
Оревот στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρύδι, καρυδιά, ξύλο καρυδιάς, καρυδιάς, καρυδιές
Μεταφράσεις: καρύδι, καρυδιά, ξύλο καρυδιάς, καρυδιάς, καρυδιές