Парење στα ελληνικά
Μετάφραση: парење, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένωση, σωματειακός, ζευγάρωμα, ζευγαρώματος, το ζευγάρωμα, σύζευξης, του ζευγαρώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- парадигма στα ελληνικά - παράδειγμα, επιτομή, πρωτότυπο, είδωλο, εικόνα, πρότυπο, παραδείγματος, ...
- пареата στα ελληνικά - ατμός, αχνίζω, ατμού, ατμό, με ατμό, χαμάμ
- пастрмката στα ελληνικά - πέστροφα, Trout, Πέστροφες, Η πέστροφα, πεστροφών
- патката στα ελληνικά - σκύβω, πάπια, πάπιας, παπιών, πάπιες, duck
Τυχαίες λέξεις
Парење στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένωση, σωματειακός, ζευγάρωμα, ζευγαρώματος, το ζευγάρωμα, σύζευξης, του ζευγαρώματος
Μεταφράσεις: ένωση, σωματειακός, ζευγάρωμα, ζευγαρώματος, το ζευγάρωμα, σύζευξης, του ζευγαρώματος