Семејството στα ελληνικά
Μετάφραση: семејството, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- селен στα ελληνικά - σελήνιο, σεληνίου, το σελήνιο, του σεληνίου
- село στα ελληνικά - χωριό, χωριού, village, του χωριού, το χωριό
- сенката στα ελληνικά - σκιά, σκιές, τις σκιές, σκιών, οι σκιές
- силата στα ελληνικά - ρώμη, βία, εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύς, αντοχή, αντοχής, ...
Τυχαίες λέξεις
Семејството στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Μεταφράσεις: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας