Šok στα ελληνικά

Μετάφραση: šok, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίζηλος, διαγωνιζόμενος, παραβγαίνω, αντίπαλος, αντίπαλο, ανταγωνιστή, αντίπαλες, αντίπαλό
Šok στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sofistický στα ελληνικά - σοφιστικός, Σοφιστικής, σοφιστική, σοφιστικό, σοφιστών
  • sojka στα ελληνικά - κίσσα, Jay, ο Jay, χρυσοκαρακάξα, τον Jay
  • sokol στα ελληνικά - γεράκι, Falcon, γερακιού, γερακιών, Falcon των
  • soli στα ελληνικά - αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Τυχαίες λέξεις
Šok στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίζηλος, διαγωνιζόμενος, παραβγαίνω, αντίπαλος, αντίπαλο, ανταγωνιστή, αντίπαλες, αντίπαλό