Jen στα ελληνικά

Μετάφραση: jen, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόλις, δίκαιος, μόνο, μόνον, μόνη, μόνο για
Jen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • jemný στα ελληνικά - πρόστιμο, φίνος, ψιλή, ευγενικός, ήπιος, εκλεπτυσμένος, μαλθακός, ...
  • jemu στα ελληνικά - αυτόν, τον, του, σουτ, βοηθήσει τον
  • jenom στα ελληνικά - αποκλειστικά, μόλις, μόνο, δίκαιος, απλώς, μόνον, μόνη, ...
  • jeseter στα ελληνικά - οξύρρυγχος, οξυρρύγχου, οξύρρυγχου, οξύρρυγχο, οξυρρύγχων
Τυχαίες λέξεις
Jen στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόλις, δίκαιος, μόνο, μόνον, μόνη, μόνο για