Lešení στα ελληνικά

Μετάφραση: lešení, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαλωσιά, ικρίωμα, κρεμάλα, σκαλωσιές, ικριώματα, ικριωμάτων, σκαλωσιάς
Lešení στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • leč στα ελληνικά - ωστόσο, ακόμα, όμως, εντούτοις, πάντως
  • lečový στα ελληνικά - παγωμένος, Lecová
  • lež στα ελληνικά - ψεύδομαι, κείμαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα
  • ležať στα ελληνικά - κείμαι, ψεύδομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα
Τυχαίες λέξεις
Lešení στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαλωσιά, ικρίωμα, κρεμάλα, σκαλωσιές, ικριώματα, ικριωμάτων, σκαλωσιάς