Nasvedčovať στα ελληνικά

Μετάφραση: nasvedčovať, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιώ, μαρτυρώ, ένδειξη, μια ένδειξη, αποτελεί ένδειξη, αναφορά, μία ένδειξη
Nasvedčovať στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nastavení στα ελληνικά - περιβάλλον, διευθέτηση, διάταξη, προσαρμογή, ρύθμιση, προσαρμογής, ρύθμισης, ...
  • nastriekať στα ελληνικά - πλατσουρίζω, πιτσιλάω, πιτσιλίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, ραντίζω, πασπαλίζουμε, ...
  • nasýtiť στα ελληνικά - τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
  • natiahnu στα ελληνικά - επεκτείνω, εκτείνω, εκτείνομαι, τεντωμένο, τεντώνεται, τεντωθεί, τεντωμένα, ...
Τυχαίες λέξεις
Nasvedčovať στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, μαρτυρώ, ένδειξη, μια ένδειξη, αποτελεί ένδειξη, αναφορά, μία ένδειξη