Obývať στα ελληνικά

Μετάφραση: obývať, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοικώ, άνθρωποι, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Obývať στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • obávaný στα ελληνικά - επίφοβος, επίφοβη, διαβόητο, φοβησμένες, φοβόταν, τις φοβησμένες
  • obývací στα ελληνικά - ζωντανός, ζωή, διαβίωσης, καθιστικό, ζωής
  • občan στα ελληνικά - εθνικός, πολίτης, πολίτη, πολιτών, πολίτες, πολίτη της
  • občas στα ελληνικά - πότε-, περιοδικά, ενίοτε, περιστασιακά, κατά καιρούς, καιρούς, μερικές φορές
Τυχαίες λέξεις
Obývať στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοικώ, άνθρωποι, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι