Pán στα ελληνικά
Μετάφραση: pán, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνδρας, κύριος, άνθρωπος, λόρδος, αφέντης, μετρ, άρχοντας, δεξιοτέχνης, αφεντικό, επανδρώνω, άρχοντα, κύριός, ο κύριός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- páliť στα ελληνικά - καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
- pálka στα ελληνικά - ρόπαλο, νυχτερίδα, ρακέτα, ΒΔΤ, ρόπαλο του, νυχτερίδας
- pánovitý στα ελληνικά - αυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικοί
- pápež στα ελληνικά - πάπας, πάπα, παπά, παπάς, ο Πάπας
Τυχαίες λέξεις
Pán στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνδρας, κύριος, άνθρωπος, λόρδος, αφέντης, μετρ, άρχοντας, δεξιοτέχνης, αφεντικό, επανδρώνω, άρχοντα, κύριός, ο κύριός
Μεταφράσεις: άνδρας, κύριος, άνθρωπος, λόρδος, αφέντης, μετρ, άρχοντας, δεξιοτέχνης, αφεντικό, επανδρώνω, άρχοντα, κύριός, ο κύριός