Strojiť στα ελληνικά
Μετάφραση: strojiť, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντύνω, ντύνομαι, φόρεμα, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανές, μηχανών, μηχανήματος
Μεταφράσεις
- stroje στα ελληνικά - μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανές, μηχανών, μηχανήματος
- strojený στα ελληνικά - τεχνητός, επιτηδευμένος, πλαστός, ψευδή, παρασιτικών, πλαστή, πλαστές
- strojní στα ελληνικά - μηχάνημα, μηχανή, μηχανής, μηχανήματος, πλυντήριο
- strojník στα ελληνικά - μηχανουργός, μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
Τυχαίες λέξεις
Strojiť στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντύνω, ντύνομαι, φόρεμα, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανές, μηχανών, μηχανήματος
Μεταφράσεις: ντύνω, ντύνομαι, φόρεμα, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανές, μηχανών, μηχανήματος