Udržovať στα ελληνικά

Μετάφραση: udržovať, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμπάρι, κρατώ, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Udržovať στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • udice στα ελληνικά - γωνία, ράβδος, Rod, ράβδο, ράβδων, Η ράβδος
  • udrieť στα ελληνικά - βαρώ, σουξέ, χτυπώ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, ...
  • udržte στα ελληνικά - κρατώ, αμπάρι, διαμονή, παραμονή, Μείνετε, Παραμείνετε, Stay
  • ufňukaný στα ελληνικά - μεμψίμοιρος, γκρινιάρης
Τυχαίες λέξεις
Udržovať στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμπάρι, κρατώ, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί