Λέξη: γελώ

Σχετικές λέξεις: γελώ

γελώ λεξικό, γελάω στα αρχαία ελληνικά, γελώ κλίση, γελώ ορισμός, γελώ συνώνυμα

Συνώνυμα: γελώ

απατώ, κακαρίζω

Μεταφράσεις: γελώ

γελώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
laugh, cackle, hoax, I laugh, me laugh

γελώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reír, carcajada, risa, la risa, risas

γελώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lache, lachen, witz, Lachen, lachend, lacht, zum Lachen, lachte

γελώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rient, blague, plaisanterie, riez, rire, riions, riant, rires, éclat de rire, de rire

γελώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ridere, risata, ridendo, riso, ride

γελώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
riso, torno, rir, piada, risada, risos, gargalhada

γελώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lachen, grap, lach, lacht, te lachen, lachje

γελώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
засмеяться, смеяться, рассмеяться, похохотать, посмеиваться, посмеяться, хохотать, смех, хохот, скалить, смеется, смеются, смеха

γελώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
le, latter, ler, å le, moro

γελώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skratta, skratt, skrattar, skratt för, för skratt

γελώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nauraa, nauru, hekottaa, hohottaa, nauramaan, nauravat, naurua

γελώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
le, griner, grine, grin, latter

γελώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smích, smát, se smějí, smíchu

γελώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naśmiać, uśmiać, śmiech, wyśmiać, pośmiać, śmiać, roześmiać, śmiać się, śmieją, śmiechu

γελώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nevetés, nevetni, nevet, nevetve, nevetéssel

γελώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şaka, gülmek, kahkaha, bir kahkaha, laugh, bir gülmek

γελώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
похвали, сміх, смех, прикро, прикро та

γελώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qesh, qeshur, e qeshur, qeshni

γελώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смях, смеят, се смеят, изсмя

γελώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
смех, сьмех, рогат

γελώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
naerma, naer, naerda, laugh, naeru

γελώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nasmije, ismijavati, smijeh, smijati, nasmijati, smijehom, se smijati

γελώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlæja, hlátur, að hlæja, hlægja, hlátri

γελώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
juoktis, kvatoti, juokas, pokštas, pasijuokti, nusijuokti

γελώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
joks, smieties, smiekli, laugh, smieklu, pasmieties

γελώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
насмеат, да се насмеат, смееме, смееш, смеа

γελώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
glumă, râde, râs, râd, rade, rad

γελώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
smeh, laugh, smej, smejali, smejal

γελώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
smiech
Τυχαίες λέξεις