Apostol στα ελληνικά

Μετάφραση: apostol, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόστολος, Αποστόλου, Απόστολο, ο Απόστολος, Απόστολου
Apostol στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apatičnost στα ελληνικά - απάθεια, απάθειας, η απάθεια, την απάθεια, αδιαφορία
  • apno στα ελληνικά - ασβέστης, άσβεστος, λάιμ, ασβέστη, ασβέστου
  • apsida στα ελληνικά - αψίδα, ΑΨΙΔΑ, Η ΑΨΙΔΑ
  • arabeska στα ελληνικά - αραβούργημα, Arabeska
Τυχαίες λέξεις
Apostol στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόστολος, Αποστόλου, Απόστολο, ο Απόστολος, Απόστολου