Derivát στα ελληνικά
Μετάφραση: derivát, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράγωγος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deponent στα ελληνικά - καταθέτης, καταθέτη, των καταθετών, αποταμιευτή, αποθέτης
- depresivní στα ελληνικά - καταπιεστικός, μελαγχολικός, κατάθλιψη, ύφεση, καταθλιπτική, καταθλιπτικοί
- desant στα ελληνικά - διαμάντι, Desant
- deset στα ελληνικά - φροντίζω, δέκα, από δέκα, δεκάδα
Τυχαίες λέξεις
Derivát στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράγωγος
Μεταφράσεις: παράγωγος