Dovršit στα ελληνικά
Μετάφραση: dovršit, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορώνα, στέμμα, κορόνα, θήκη, επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί
Μεταφράσεις
- dovoljenje στα ελληνικά - άδεια, άδειας, αδείας, επιτρέπουν, τίτλου
- dovršení στα ελληνικά - εξελιγμένα, σοφιστικέ, εξελιγμένο, εξελιγμένες, εκλεπτυσμένο
- dovtip στα ελληνικά - ευφυΐα, εφευρετικότητα, αστείο, ανέκδοτο, αστείου, αστεία, το αστείο
- dovést στα ελληνικά - καταφέρνω, παίρνω, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, μεταφέρω, μεταφέρει, μεταφέρουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Dovršit στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορώνα, στέμμα, κορόνα, θήκη, επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί
Μεταφράσεις: κορώνα, στέμμα, κορόνα, θήκη, επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί