Gorivo στα ελληνικά

Μετάφραση: gorivo, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφοδοτώ, καύσιμο, καύσιμα, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Gorivo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gora στα ελληνικά - όρος, βουνό, Βουνά, Όρη, Βουνά του, Βουνό, Mountains
  • gorila στα ελληνικά - τραμπούκος, γορίλα, γορίλλας, Gorilla, γορίλλα, Γορίλας, γορίλες
  • gorčica στα ελληνικά - μουστάρδα, μουστάρδας, σιναπιού, τη μουστάρδα, σινάπι
  • gos στα ελληνικά - χήνα, Goose, χήνας, Γκους, Χήνες
Τυχαίες λέξεις
Gorivo στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ, καύσιμο, καύσιμα, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων