Καύσιμα στα σλοβενικά
Μετάφραση: καύσιμα, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gorivo, goriva, za gorivo, gorivom
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύσιμα
καύσιμα πυραύλων, καύσιμα αεροπλάνων, καύσιμα και τεχνολογίες προώθησης, καύσιμα πλοίων, καύσιμα χανίων, καύσιμα λεξικό γλώσσας σλοβενικά, καύσιμα στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- καύκαλο στα σλοβενικά - oklep, koša
- καύση στα σλοβενικά - gorenja, pekoč, kurjenje, pekoč občutek, gorenje
- καύσιμο στα σλοβενικά - gorivo, gorljiv, gorljive, vnetljivi, gorljivih, gorljivi
- καύσιμος στα σλοβενικά - gorljiv, gorljive, vnetljivi, gorljivih, gorljivi
Τυχαίες λέξεις
Καύσιμα στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: gorivo, goriva, za gorivo, gorivom
Μεταφράσεις: gorivo, goriva, za gorivo, gorivom