Interval στα ελληνικά
Μετάφραση: interval, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, διάστημα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- intenzívní στα ελληνικά - επιτακτικός, εντατικός, Εντατική, Εντατικής, Εντατικό, Εντατικά
- internista στα ελληνικά - Internista
- intimnost στα ελληνικά - οικειότητα, οικειότητας, την οικειότητα, η οικειότητα, της οικειότητας
- intimní στα ελληνικά - στενός, οικείος, ενδόμυχος, Intimate, Οικεία, Ευαίσθητη, Οικείο
Τυχαίες λέξεις
Interval στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, διάστημα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
Μεταφράσεις: διάλειμμα, διάστημα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα