Jen στα ελληνικά

Μετάφραση: jen, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίκαιος, μόλις, γιεν, γιέν, γεν, Yen, Ιαπωνίας
Jen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • jelení στα ελληνικά - Jelena, Γελένα, Γιελένα, Η Γελένα, η Jelena
  • jemna στα ελληνικά - πράος, ήπιος, Υεμένη, Υεμένης, την Υεμένη, της Υεμένης, η Υεμένη
  • jeno στα ελληνικά - μία, ένας, ένα, έγκυρους
  • jenom στα ελληνικά - μόλις, δίκαιος, μόνο, απλώς, αποκλειστικά, γιεν, γιέν, ...
Τυχαίες λέξεις
Jen στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίκαιος, μόλις, γιεν, γιέν, γεν, Yen, Ιαπωνίας