Lán στα ελληνικά

Μετάφραση: lán, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωράφι, πεδίο, τομέας, Lan, Λάν, λαν, τοπικού LAN, δίκτυο LAN
Lán στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lutka στα ελληνικά - σύμβολο, κούκλα, κούκλας, κούκλες, doll, κουκλών
  • luža στα ελληνικά - λιμνούλα, λούτσα, Λίζα, Luza
  • láska στα ελληνικά - αγαπώ, αγάπη, έρωτας, στοργή, τρυφερότητα, Laska, Λάσκα
  • láva στα ελληνικά - λάβα, Lava, λάβας, της λάβας, τη λάβα
Τυχαίες λέξεις
Lán στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωράφι, πεδίο, τομέας, Lan, Λάν, λαν, τοπικού LAN, δίκτυο LAN