Lem στα ελληνικά

Μετάφραση: lem, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεθόριος, σύνορο, ρέλι, ούγια, LEM, βλημα, Η LEM, βληματικών, LEM που ισχύουν σήμερα
Lem στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lekarna στα ελληνικά - φαρμακείο, Φαρμακευτικής, φαρμακείο στο, φαρμακευτική, Pharmacy
  • lektor στα ελληνικά - υφηγητής, λέκτορας, Λέκτωρ, lector, αποβολής, η Λέκτωρ
  • lemova στα ελληνικά - πλαγιά, πλευρό
  • len στα ελληνικά - νωχελής, λινό, τεμπέλης, λινάρι, άρθρο, άρθρου, το άρθρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Lem στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεθόριος, σύνορο, ρέλι, ούγια, LEM, βλημα, Η LEM, βληματικών, LEM που ισχύουν σήμερα