Moštvo στα ελληνικά
Μετάφραση: moštvo, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομάδα, ομάδας, την ομάδα, της ομάδας, η ομάδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- močit στα ελληνικά - εκλυθεί, έκπλυσης, εκχύλισης, έκπλυση, απόπλυση
- moški στα ελληνικά - άνδρας, επανδρώνω, άνθρωπος, άνδρες, Άντρες, Ανδρικά, ανδρών, ...
- mož στα ελληνικά - άνδρας, επανδρώνω, σύζυγος, άνθρωπος, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ...
- možen στα ελληνικά - εφικτός, πιθανός, δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν
Τυχαίες λέξεις
Moštvo στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομάδα, ομάδας, την ομάδα, της ομάδας, η ομάδα
Μεταφράσεις: ομάδα, ομάδας, την ομάδα, της ομάδας, η ομάδα