Potenciál στα ελληνικά

Μετάφραση: potenciál, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδεχόμενος, πιθανότητα, τάση, potencial, δυνητικών, των δυνητικών
Potenciál στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pota στα ελληνικά - χειροπέδη, Σταυρός, Σταυρού, Cross, Σταυρό, σέντρα
  • potence στα ελληνικά - δραστικότητα, Ισχύς, Η ισχύς, Δυναμικότητα, Η δραστικότητα
  • potenciální στα ελληνικά - πιθανότητα, ενδεχόμενος, τάση, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, ...
  • potentní στα ελληνικά - κραταιός, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυροί, ισχυρά
Τυχαίες λέξεις
Potenciál στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδεχόμενος, πιθανότητα, τάση, potencial, δυνητικών, των δυνητικών