Román στα ελληνικά

Μετάφραση: román, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καινοφανής, μυθιστόρημα, Román, Ο Román, τον Román, του Román, στον Román
Román στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • romantik στα ελληνικά - ρομαντικός, ρομαντικό, ρομαντικές στιγμές, ρομαντικές, Romantic, Ρομαντική
  • romantičnost στα ελληνικά - ειδύλλιο, ρομάντζο, ρομαντισμό, ρομαντισμού, ρομαντική σχέση
  • ropa στα ελληνικά - ληστεία, ληστείας, ληστειών, ληστείες, ληστειών στα
  • rosa στα ελληνικά - δρόσος, Ρόζα, Ρόσα, Rosa ο
Τυχαίες λέξεις
Román στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καινοφανής, μυθιστόρημα, Román, Ο Román, τον Román, του Román, στον Román