Univerzální στα ελληνικά
Μετάφραση: univerzální, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενικός, στρατηγός, παγκόσμιος, καθολική, καθολικής, καθολικό, την καθολική, της καθολικής
Μεταφράσεις
- unikátní στα ελληνικά - μοναδικός, Μοναδικό, Μοναδική, Μοναδικά, Μοναδικές
- univerzálnost στα ελληνικά - καθολικότητα, καθολικότητας, οικουμενικότητας, οικουμενικότητα, της καθολικότητας
- unést στα ελληνικά - απάγω, αεροπειρατεία, βιασμός, κράμβη
- upade στα ελληνικά - φθορά, σαπίζω, παρακμάζω, παρακμή, μειώνεται, μειώνει, μειώσεις, ...
Τυχαίες λέξεις
Univerzální στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενικός, στρατηγός, παγκόσμιος, καθολική, καθολικής, καθολικό, την καθολική, της καθολικής
Μεταφράσεις: γενικός, στρατηγός, παγκόσμιος, καθολική, καθολικής, καθολικό, την καθολική, της καθολικής