Åliggande στα ελληνικά

Μετάφραση: åliggande, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευθύνη, δασμοί, καθήκον, υποχρέωση, υποχρέωσης, υποχρεώσεως, την υποχρέωση, υποχρέωσή
Åliggande στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ålderdomlig στα ελληνικά - αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό, αρχαϊκά, αρχαϊκής
  • ålderstigen στα ελληνικά - ηλικιωμένος, ηλικίας, ετών, ηλικιωμένων, ηλικία
  • ånga στα ελληνικά - αχνίζω, ατμός, ατμού, ατμό, με ατμό, χαμάμ
  • ångbåt στα ελληνικά - ατμόπλοιο, Steamboat, ατμόπλοιου, το ατμόπλοιο, ατμοπλοϊκός
Τυχαίες λέξεις
Åliggande στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευθύνη, δασμοί, καθήκον, υποχρέωση, υποχρέωσης, υποχρεώσεως, την υποχρέωση, υποχρέωσή