Återhållsam στα ελληνικά
Μετάφραση: återhållsam, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκρατής, ήπειρος, φειδωλός, λιτός, συγκρατημένος, συγκρατούνται, συγκρατείται, περιορίζεται, συγκρατημένη
Μεταφράσεις
- återgå στα ελληνικά - γυρίζω, επιστρέφω, επιστροφή, απόδοση, επιστροφής, την επιστροφή, απόδοσης
- återhålla στα ελληνικά - αναχαιτίζω, συγκρατήσει, συγκράτηση, περιορίσει, περιορίζουν, αναχαιτίζουν
- återhållsamhet στα ελληνικά - εγκράτεια, συγκράτηση, συγκράτησης, συγκρατήσεως, αυτοσυγκράτηση, συγκράτησης για
- återlämna στα ελληνικά - γυρίζω, επιστροφή, επιστρέφω, απόδοση, επιστροφής, την επιστροφή, απόδοσης
Τυχαίες λέξεις
Återhållsam στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκρατής, ήπειρος, φειδωλός, λιτός, συγκρατημένος, συγκρατούνται, συγκρατείται, περιορίζεται, συγκρατημένη
Μεταφράσεις: εγκρατής, ήπειρος, φειδωλός, λιτός, συγκρατημένος, συγκρατούνται, συγκρατείται, περιορίζεται, συγκρατημένη