Anhopning στα ελληνικά

Μετάφραση: anhopning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύναξη, συναρμολόγηση, συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Anhopning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angå στα ελληνικά - τόκος, ενδιαφέρον, επιτόκιο, προβληματισμός, ανησυχία, ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενο, ...
  • anhalt στα ελληνικά - κρουσταλλιάζω, σταματώ, παγώνω, καταψύχω, Άνχαλτ, Anhalt, Ανχάλτ
  • anhängare στα ελληνικά - οπαδός, οπαδοί, οπαδούς, τους οπαδούς, οι οπαδοί, οπαδών
  • anhålla στα ελληνικά - συλλαμβάνω, αίτηση, αίτημα, αιτήματος, αιτήσεως, αίτησης
Τυχαίες λέξεις
Anhopning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύναξη, συναρμολόγηση, συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση