Σύναξη στα σουηδικά
Μετάφραση: σύναξη, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anhopning, samling, svärm, uppsjö, bevy, Gott, stor samling
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύναξη
σύναξη συνώνυμα, σύναξη της θεοτόκου, σύναξη των προκαθημένων των ορθοδόξων εκκλησιών, σύναξη περιοδικό, σύναξη μασόνων στην ανάβυσσο, σύναξη λεξικό γλώσσας σουηδικά, σύναξη στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- σύμπτωμα στα σουηδικά - symptom, symptomet, symtom, symtomet
- σύμφωνο στα σουηδικά - konsonant, överensstämmer, konsonanten, förenligt, förenlig
- σύνδεση στα σουηδικά - samband, sammanhang, förbindelse, anslutning, anslutningen
- σύνδεσμος στα σουηδικά - samband, länk, länken, dressen, link, koppling
Τυχαίες λέξεις
Σύναξη στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: anhopning, samling, svärm, uppsjö, bevy, Gott, stor samling
Μεταφράσεις: anhopning, samling, svärm, uppsjö, bevy, Gott, stor samling