Användbar στα ελληνικά

Μετάφραση: användbar, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμο, χρήσιμη, χρήσιμα
Användbar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • använda στα ελληνικά - αιτούμαι, βάζω, εφαρμόζω, χρήση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, ...
  • användande στα ελληνικά - άσκηση, χρησιμοποιώ, χρήση, χρησιμοποιώντας, με τη χρήση, τη χρήση, χρησιμοποιούν
  • användning στα ελληνικά - χρησιμοποιώ, χρήση, εργασία, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
  • aorta στα ελληνικά - αορτή, αορτής, της αορτής, την αορτή
Τυχαίες λέξεις
Användbar στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμο, χρήσιμη, χρήσιμα