Aptit στα ελληνικά

Μετάφραση: aptit, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρεξη, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή
Aptit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apportera στα ελληνικά - φέρω, fetch, προσκομίσει, ευρύτητα, να φέρω
  • aprikos στα ελληνικά - βερίκοκο, βερίκοκου, βερίκοκων, βερίκοκα, βερύκοκο
  • aptitlig στα ελληνικά - ορεκτικός, ορεκτική, ορεκτικό, ορεκτικά, νόστιμο
  • arbetare στα ελληνικά - εργάτης, εργαζόμενος, εργαζομένου, εργαζόμενο, εργαζομένων
Τυχαίες λέξεις
Aptit στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρεξη, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή