Avlopp στα ελληνικά
Μετάφραση: avlopp, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχετός, διέξοδος, στραγγίζω, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Μεταφράσεις
- avlastning στα ελληνικά - εκφόρτωση, εκφόρτωσης, την εκφόρτωση, εκφορτώσεως, η εκφόρτωση
- avliva στα ελληνικά - σκοτώνω, Killing, φονικές, Σκοτώνοντας, Θανάτωση, Δολοφονία
- avlägsen στα ελληνικά - απόμακρος, απόκεντρος, ψυχρός, απομακρυσμένος, περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες, ...
- avlång στα ελληνικά - μακρόστενο, επιμήκης, επιμήκη, επίμηκες, επιμήκεις, επιμήκους
Τυχαίες λέξεις
Avlopp στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχετός, διέξοδος, στραγγίζω, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Μεταφράσεις: οχετός, διέξοδος, στραγγίζω, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε