Böja στα ελληνικά
Μετάφραση: böja, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσμεύω, πεδικλώνω, Fetter
Μεταφράσεις
- bog στα ελληνικά - σπάλα, ώμος, ώμο, ώμου, τον ώμο, ώμων
- bogsera στα ελληνικά - στουπί, ρυμουλκώ, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει
- bojkott στα ελληνικά - μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, Μποϊκοτάζ, Εμπορικός αποκλεισμός, Εμπορικός αποκλεισμός επιχειρήσεως, Boycott
- bok στα ελληνικά - βιβλιάριο, καπαρώνω, βιβλίο, βιβλίου, το βιβλίο, βιβλίων, λογιστική
Τυχαίες λέξεις
Böja στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσμεύω, πεδικλώνω, Fetter
Μεταφράσεις: δεσμεύω, πεδικλώνω, Fetter