Botten στα ελληνικά
Μετάφραση: botten, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσαράσσω, κρεβάτι, γη, έδαφος, πάτος, κάτω μέρος, πυθμένας, κάτω, πυθμένα, βάση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- botaniker στα ελληνικά - βοτανολόγοι, βοτανολόγους, βοτανολόγων, οι βοτανολόγοι, βοτανικοί
- botemedel στα ελληνικά - αποκαθιστώ, θεραπεύω, επανορθώνω, αλατίζω, παστώνω, καπνίζω, θεραπείες, ...
- bov στα ελληνικά - baddie
- bovaktig στα ελληνικά - αχρείος, αχρείως, αθεόφοβος, μόρτης, τρισάθλιους
Τυχαίες λέξεις
Botten στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσαράσσω, κρεβάτι, γη, έδαφος, πάτος, κάτω μέρος, πυθμένας, κάτω, πυθμένα, βάση
Μεταφράσεις: προσαράσσω, κρεβάτι, γη, έδαφος, πάτος, κάτω μέρος, πυθμένας, κάτω, πυθμένα, βάση