Bristfällig στα ελληνικά

Μετάφραση: bristfällig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελλειπτικός, ελαττωματικός, ελλειπής, ατελής, ανεπάρκεια, ανεπαρκή, με ανεπάρκεια
Bristfällig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brist στα ελληνικά - ατέλεια, έλλειψη, λάθος, ψεγάδι, ελάττωμα, ανάγκη, θέλω, ...
  • brista στα ελληνικά - ξεσπώ, ξέσπασμα, ρήξη, ρήξης, θραύση, διάρρηξη, θραύσης
  • bro στα ελληνικά - γέφυρα, γεφυρώνω, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, της γέφυρας
  • brock στα ελληνικά - θραύση, θλάση, φλέβες, Οι φλέβες, τις φλέβες, των φλεβών, Φλεβών
Τυχαίες λέξεις
Bristfällig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελλειπτικός, ελαττωματικός, ελλειπής, ατελής, ανεπάρκεια, ανεπαρκή, με ανεπάρκεια