Butik στα ελληνικά

Μετάφραση: butik, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψωνίζω, αποθηκεύω, προδίδω, βάζω, μαγαζί, κατάστημα, shop, καταστήματος, καταστημάτων
Butik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • buss στα ελληνικά - πούλμαν, άμαξα, προπονώ, προπονητής, λεωφορείο, λεωφορείων, λεωφορείου, ...
  • butelj στα ελληνικά - εμφιαλώνω, μπουκάλι, εμφιαλωμένο, εμφιαλωμένου, εμφιαλωμένων, εμφιαλωμένα, το εμφιαλωμένο
  • by στα ελληνικά - χωριό, με, από, κατά, από την, του
  • bygd στα ελληνικά - κρατίδιο, κράτος, εξοχή, ύπαιθρος, ύπαιθρο, υπαίθρου, τοπίο
Τυχαίες λέξεις
Butik στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψωνίζω, αποθηκεύω, προδίδω, βάζω, μαγαζί, κατάστημα, shop, καταστήματος, καταστημάτων