Döma στα ελληνικά

Μετάφραση: döma, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικάζω, καταδίκη, πρόταση, ειμαρμένη, καταδικάζω, κριτής, Κρίνοντας, αν κρίνουμε, Κριτική, να κριθεί, κρίνουμε
Döma στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dödsångest στα ελληνικά - αγωνία, άγχος θανάτου
  • dölja στα ελληνικά - κρύβομαι, κρύβω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
  • döpa στα ελληνικά - βαφτίζω, βαπτίζω, βαφτίσει, βαπτίσει, βαφτίζουν, βαπτίζουν
  • dörr στα ελληνικά - πόρτα, πόρτας, θύρα, θύρας, θυρών
Τυχαίες λέξεις
Döma στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικάζω, καταδίκη, πρόταση, ειμαρμένη, καταδικάζω, κριτής, Κρίνοντας, αν κρίνουμε, Κριτική, να κριθεί, κρίνουμε