Dotter στα ελληνικά
Μετάφραση: dotter, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόρη, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doppa στα ελληνικά - βουτώ, πέφτω, καταδύομαι, βουτιά, εμβάπτιση, εμβάπτισης, dip, ...
- dos στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
- dotterbolag στα ελληνικά - επικουρικός, υποβοηθητικός, θυγατρική, θυγατρικές, θυγατρικών, θυγατρικές εταιρείες, των θυγατρικών, ...
- dra στα ελληνικά - τραβώ, έλκω, επισύρω, ζωγραφίζω, έλξη, σύρετε, drag, ...
Τυχαίες λέξεις
Dotter στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόρη, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
Μεταφράσεις: κόρη, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης