Duktig στα ελληνικά
Μετάφραση: duktig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξυπνος, ικανός, έντεχνος, επιδέξιος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα
Μεταφράσεις
- duglighet στα ελληνικά - αποτελεσματικότητα, ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητας, την ικανότητα, δυνατοτήτων
- duk στα ελληνικά - ύφασμα, πανί, υφάσματος, υφάσματα, υφασμάτων
- dum στα ελληνικά - μουγγός, κουτός, χαζός, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ...
- dumhet στα ελληνικά - ηλιθιότητα, βλακεία, βλακείας, ηλιθιότητας, την ηλιθιότητα
Τυχαίες λέξεις
Duktig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξυπνος, ικανός, έντεχνος, επιδέξιος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα
Μεταφράσεις: έξυπνος, ικανός, έντεχνος, επιδέξιος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες, έξυπνα